- μιαμούνης
- μιαμούνης, ὁ (Μ)απελεύθερος χριστιανός τής Κύπρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. meemoun].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιαμουνάτα — μιαμουνάτα, τὰ (Μ) η απελευθέρωση τών χριστιανών τής Κύπρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαμούνης* + κατάλ. άτα] … Dictionary of Greek